Κατάγεται από τη Νοτιο-Ανατολική Ασία, όπου είναι διαδεδομένος.
Από εκεί μεταφέρθηκε στην Αυστραλία, στη Βόρεια και στη Νότια Αφρική. Το 1993 προσέβαλλε τα εσπεριδοειδή της πολιτείας Φλόριδα των Η.Π.Α., της Ισπανίας, της Τουρκίας και της Κύπρου. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1995 στα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου (Ρόδο, Κω, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Κρήτη) και εξαπλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα στην Πελοπόννησο, στην Αττική και στη Δυτ. Ελλάδα.
Ζημιά
Προσβάλλεται η τρυφερή βλάστηση, κυρίως τα φύλα, αλλά και οι νεαροί βλαστοί και οι πράσινοι καρποί. Τα φύλλα καρουλιάζουν (θυμίζουν προσβολή από μελίγκρες), έχουν αργυρόχρωμη όψη, αποχρωματίζονται και η επιφάνειά τους καλύπτεται από στοές. Αυτό προκαλεί μείωση της φωτοσυνθετικής δραστηριότητάς τους ή ακόμη και την ξήρανσή τους, με συνέπειες στη θρέψη του φυτού και έμμεσα στην παραγωγή. Στην Κίνα έχει μετρηθεί απώλεια παραγωγής 50% , λόγω μείωσης του αριθμού των καρπών και του βάρους αυτών που απέμειναν.
Σε ένα φύλλο μπορούμε να δούμε περισσότερες από μια προνύμφες να τρέφονται. Οι προνύμφες κατά τη διατροφή τους ορύσσουν επίσης στοές σε τρυφερούς βλαστούς και νεαρούς καρπούς. Η ζημιά μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρή στα νεαρά δενδρύλλια και στα τρυφερά εμβόλια, αφού καταστρέφεται η βλάστηση. Η προσβολή φαίνεται ότι είναι εντονότερη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο.
Βιολογία
Ο φυλλορύκτης των εσπεριδοειδών είναι ένα μικρολεπιδόπτερο. Το ακμαίο έχει μικρό μέγεθος (μικρή πεταλούδα, 4 χιλ., άνοιγμα πτερύγων 7-8 χιλ. ). Το θηλυκό ωοτοκεί συνήθως στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, κοντά στο κεντρικό νεύρο. Η νεαρή προνύμφη (κάμπια) εισέρχεται αμέσως κάτω από την επιδερμίδα του φύλλου και αρχίζει να τρέφεται δημιουργώντας οφιοειδή στοά, που μπορεί να καλύψει μεγάλο μέρος της επιφάνειας του φύλλου. Η προνύμφη διανύει τρεφόμενη, τρία στάδια (L1-L3), ενώ στο τελευταίο στάδιο L4 προετοιμάζεται για νύμφωση στο άκρο της στοάς, συνήθως στην περιφέρεια του φύλλου, το οποίο εμφανίζει εκεί μικρή αναδίπλωση.
Μετά τη νύμφωση και το στάδιο της χρυσαλλίδας ακολουθεί η μεταμόρφωση σε ακμαίο. Έτσι ολοκληρώνεται ο βιολογικός κύκλος του εντόμου, που με ευνοϊκές συνθήκες θερμοκρασίας (κυρίως) και υγρασίας, μπορεί να είναι πολύ σύντομος (14-18 ημέρες). Αντίθετα το χειμώνα η διάρκεια του βιολογικού κύκλου μπορεί να φτάσει τους 2 μήνες. Έτσι το έντομο μπορεί να αναπτύξει 5-13 γενεές το χρόνο, ανάλογα με τις συνθήκες. Σημειώνεται ότι σε θερμοκρασία 12-13 βαθμούς Κελσίου το έντομο σταματά να αναπτύσσεται.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση του εντόμου είναι δύσκολη και κρίνεται απαραίτητη η εφαρμογή ολοκληρωμένης αντιμετώπισης με συνδυασμό καλλιεργητικών και χημικών μέσων. Συγκεκριμένα συστήνεται:
1. αποφυγή μεταφοράς του μολύσματος από περιοχή σε περιοχή με φυτικό υλικό
2. κοπή των “λαίμαργων”
3. εφαρμογή άρδευσης και αζωτούχου λίπανσης, έτσι ώστε να μην ενθαρρύνεται η βλάστηση την περίοδο που το έντομο μπορεί να αναπτύξει υψηλούς πληθυσμούς (π.χ. άρδευση και λίπανση νωρίς, ώστε να αναπτυχθεί γρήγορα νέα βλάστηση την άνοιξη, ενώ αποφυγή της λίπανσης και παριορισμό των αρδεύσεων το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, ώστε να περιορίζεται η βλάστηση αυτήν την περίοδο, όπου αναμένεται ότι οι πληθυσμοί του εντόμου θα είναι υψηλοί
4. προστασία της τρυφερής βλάστησης με κατάλληλα εντομοκτόνα. Ως κατώφλι επέμβασης έχει οριστεί: 20% προσβεβλημένης επιφάνειας του φύλλου ή 0,74 προνύμφες /φύλλο.
Στην Ασία, όπου το έντομο είναι διαδεδομένο από τη δεκαετία του 1960, υπάρχουν ιθαγενή παράσιτα που ελέγχουν τους πληθυσμούς του. Στις περιοχές όμως που το έντομο διαδόθηκε πρόσφατα (Ευρώπη, ΗΠΑ), η επίδραση των φυσικών εχθρών (αρπακτικών/παρασίτων) στους πληθυσμούς αυτού του φυλλορύκτη βρίσκεται ακόμη υπό μελέτη.
Πηγή: www.bayercropscience.gr